Μιά συνήθεια πολλών ετών, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο με την αυγή της Άνοιξης, είναι η συνήθεια του Μάρτη. Ένα ζευγάρι λεπτών σχοινιών, ένα κόκκινο κι ένα άσπρο περιστρέφονται μεταξύ τους και δένονται στο χέρι, στον καρπό, και μένουν εκεί μέχρι το τέλος του Μάρτη.
Ο Μάρτης ή Μαρτιά είναι ένα παμπάλαιο έθιμο, με προεκτάσεις στα Βαλκάνια. Έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου οι μύστες έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και στο αριστερό τους πόδι (Νικόλαος Πολίτης).
Οι αρχαίοι Έλληνες φορούσαν «Μάρτη» και μάλιστα οι κοπέλες στόλιζαν με «Μάρτη» και το άγαλμα της Αθηνάς.
Ο Παυσανίας, λέει πως την πρόληψη αυτή την είχαν πάρει από τους Αιγυπτίους. Όταν τελείωνε ο μήνας έπλεναν την κόκκινη κλωστή (ταινία) στον Ιλισσό και την έκρυβαν για τον άλλο χρόνο. Έτσι η ταινία αυτή πήγαινε από γενιά σε γενιά και όσο πιο παλιά ήταν τόσο πιο γούρικη εθεωρείτο.
Συμβολικά το λευκό και το κόκκινο χρώμα τα συναντάμε συχνά στη δεισιδαιμονία όταν είναι να αποτρέψουμε κάποιο κακό. Αυτό μνημονεύεται και από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ο Αρτεμίδωρος στα «Ονειροκριτικά» συσχετίζει τους διάφορους στεφάνους των μαγισσών, ο Βιργίλιος στα «Βουκολικά» αναφέρει πολύχρωμους μίτους περιδεμένους τρεις φορές σε εικόνα ερωμένου για να τον σαγηνέψουμε. Ο Πετρώνιος αναφέρει όμοιες μαγγανείες, όπου δένουμε πολύχρωμο στήμονα στον τράχηλο. Οι Βυζαντινοί αναφέρουν τη χρήση βαμμένης κλωστής κατά της βασκανίας.
Το ιδιότυπο αυτό ασπροκόκκινο βραχιολάκι, όταν έφευγε ο Μάρτης, στην κεντρική Ελλάδα τουλάχιστον το έβγαζαν και το κρεμούσαν στο πιο ψηλό κλαδί των δένδρων που ήταν κοντά στα σπίτια με τις χελιδονοφωλιές, διότι ο Μάρτης είναι ο μήνας της εαρινής μετανάστευσης πτηνών από την Αφρικανική ήπειρο στην Ελλάδα κυρίως και στα Βαλκάνια κατ' επέκταση.
Τα πτηνά αυτά μεταφέρουν συχνότατα ασθένειες των θερμότερων κλιμάτων που με την αυξημένη υγρασία της άνοιξης επωάζονται. Στη λαογραφία αναφέρεται πως τα παιδιά πρέπει να σέβονται, να αγαπούν και να μην πειράζουν τα χελιδόνια, επειδή λειτουργούσαν ως «οικόσιτα» πτηνά που έκτιζαν τις φωλιές τους στους τοίχους των σπιτιών, με το σκεπτικό ότι ήταν χρήσιμα αφού εξολόθρευαν τα έντομα, κυρίως κουνούπια, που ήταν βλαβερά για τον άνθρωπο και τα οποία κουνούπια τα ίδια τα χελιδόνια μετέφεραν στο πτίλωμα τους από το ταξίδι τους από την Αφρική. Ο ένας λόγος ήταν εν μέρει αυτός, ο δεύτερος λόγος ήταν ότι οι παλαιότεροι γνώριζαν για τις ασθένειες αυτές και δεν ήθελαν να τις πάθουν τα παιδιά τους.
Μαζί με τα υγιή χελιδόνια και άλλα πουλιά μεταναστεύουν και ασθενή. Ειδικά το ασθενές χελιδόνι εάν δει κόκκινο χρώμα, το αποφεύγει και δεν πλησιάζει, αντιθέτως το υγιές χελιδόνι μαζεύει την ασπροκόκκινη κλωστίτσα που την βρίσκει στο ψηλό κλαδί του δένδρου και τη μεταφέρει στη φωλιά του για να αποτρέψει την χρήση της από τον ασθενή εισβολέα και να κλωσήσει τα υγιή αυγά του. Για τον λόγο αυτό της υγείας οι παλαιότεροι είχαν σκαρφιστεί την χρησιμότητα των χελιδονιών, κυρίως, και απέτρεπαν τα παιδιά να παίζουν μαζί τους και να πλησιάζουν τις χελιδονοφωλιές.
Έτσι λοιπόν το έθιμο, ακόμα σήμερα επιτάσσει, την 1η του Μάρτη, οι μητέρες να φορούν στον καρπό του χεριού των παιδιών τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη ή Μαρτιά, για να τα προστατεύει από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, που είναι ιδιαίτερα βλαβερός, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες. Ο Μάρτης προφυλάσσει επίσης, όπως πιστεύεται, από τα κουνούπια και τους ψύλλους και ακόμα απομακρύνει τις αρρώστιες κι άλλα κακά.
Το Μάρτη τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.
Σε μερικές περιοχές ο Μάρτης φοριέται στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σαν δαχτυλίδι για να μην σκοντάφτει ο κάτοχός του.
Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους ή το καίνε με το αναστάσιμο φως του Πάσχα.
Η Χριστιανική Εκκλησία δια του Ιωάννου του Χρυσοστόμου θεωρεί το έθιμο ειδωλολατρικό ήδη από το 5ο αιώνα.
Ο «Μάρτης» στα Βαλκάνια
Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στα Σκόπια με την ονομασία Μάρτινκα και στην Αλβανία ως Βερόρε. Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. Άλλοι πάλι, δένουν τον Μάρτη σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή.
Τηρώντας παραδόσεις και έθιμα αιώνων, οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται Μαρτενίτσα. Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα» (Μπάμπα Μάρτα, στα βουλγαρικά), που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη. Η Μαρτενίτσα λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού ως φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία.
Το ασπροκόκκινο στολίδι της 1ης του Μάρτη φέρει στα Ρουμανικά την ονομασία Μαρτιζόρ. Η κόκκινη κλωστή συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο και η άσπρη την αγνότητα του φυτού χιονόφιλος, που ανθίζει τον Μάρτιο και είναι στενά συνδεδεμένο με αρκετά έθιμα και παραδόσεις της Ρουμανίας. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Θεός – Ήλιος μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα και κατέβηκε στη Γη για να πάρει μέρος σε μια γιορτή. Τον απήγαγε, όμως, ένας δράκος, με αποτέλεσμα να χαθεί και να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι. Μια ημέρα ένας νεαρός, μαζί με τους συντρόφους του σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τον Ήλιο, φέροντας την άνοιξη. Ο νεαρός έχασε τη ζωή του και το αίμα του - λέει ο μύθος - έβαψε κόκκινο το χιόνι. Από τότε, συνηθίζεται την 1η του Μάρτη όλοι οι νεαροί να πλέκουν το «Μαρτισόρ», με κόκκινη κλωστή που συμβολίζει το αίμα του νεαρού άνδρα και την αγάπη προς τη θυσία και άσπρη που συμβολίζει την αγνότητα.