Κύπρος, ο θρήνος της Παναγιάς

Κύπρος, ο θρήνος της Παναγιάς

Κύπρος, ο θρήνος της Παναγιάς

Άδε μαντάτο σκοτεινόν, τζι’ ημέρα λυπημένη

πού ήρτεν σήμμερον σέ μέ ,τήν πολλοπικραμμένη .

Επιάσαν τόν υιούλλη μου,τζι΄έμειν’αρφανεμένη

άρχοντες αγρηκήσατε ,όσ’ είστε συναγμένοι .

Πρώτον τό πώς εστάθηκε, τζιαί πώς εμελετήθη

πώς επροδώθην ο Χριστός , τζιαί πώς εκατεκρίθη

Ιούδας τόν επρόδωσε, καθώς είναι γραμμένο

καί επληρώθη τό ρηθέν, τό πάλαι γεγραμμένο .

Τρέχει ο τρισκατάρατος, καί πάει στούς εβραίους

καί λέει τους μίαν γραφήν, αυτούς τούς φαρισαίους .

Τί έχετε νά δώσετε, γιά νά σάς βεβαιώσω

εκείνον πού γυρεύετε, νά σάς τόν παραδώσω

Εκείνοι τού ετάξασιν, αργύρια τριάντα

τζιαί νόμισεν ο μιαρός, πώς θά τά έσιει πάντα

Ιούδας πάει εμπροστά, χαίρε ραββί τού λέει

τάχα πώς ελυπήθηκεν,τζι’αρκίνεψεν νέ κλαίει .

Αρπάξαν τον οι άνομοι, στά βρωμερά τους σιέρκα

κτυπούσαν του στό πρόσωπο, μέ βέρκες μέ μασιέρκα .

Τζιαί πώς νά μήν σκοτώννουμε,τζιαί πώς νά μήν θρηνήσω

δάκρυα πού τά μμάδκια μου, χαμαί στή γή νά χύσω .

Έσιει τρία μερόνυχτα, όπου τόν βασανίζουν

ολόγυμνον τόν γιούλλη μου, στές στράτες τόν γυρίζουν

Φορεί στεφάνιν αγκανθών, πάνω στή τζιεφαλήν του

νά τό ’ξεραν οι άνομοι ,πώς εν μέ τήν βουλήν του .


 Όρη αναστενάξετε, τζιαί δέντρα μαρανθήτε

τζιαί ποταμοί στραντζίήσετε, τζιαί πέτρες ραγισθήτε .

Ετύφλωσαν τά μμάδκια τους, τζιαί φράξασιν τά φκιά τους

τζι’η ευσπλαχνία σου Χριστέ,δοξάζω σε βαστά τους .

Κλάψετε χήρες τζι’ ορφανά, τζι’όλη συγγένειά σας

εχάσετε τόν δάσκαλον,τζιαί τήν παριορκά σας .

Επιάσαν τόν υιούλλη μου,τζι’ έμειν’ αρφανεμένη

ο κόσμος κλαίει ουρανέ, τζι’η γή σκοτεινιασμένη .

Όρνεα τά πετάμενα, στούς κλώνους του φωλιεύκαν

τά πονηρά δαιμόνια εβλέπαν τον τζιαί φεύκαν .

Χριστιανοί γνωρίζουν τον, αφέντη τζιαί θεόν τους

τζι’οι σκύλλοι οι παράνομοι, έχουντον σάν εχθρόν τους

Ωσάν ληστήν τόν πιάννουσιν, τζιαί σάν φονιά τόν δείννουν

τζιαί στόν Πιλάτον παίρνουν τον τζι’ομπρός του τόν ιστήννουν .

Είπεν ότι εν γιός θεού, τζιαί ποίησεν τήν κτίση,

τζιαί ’ννά χαλάση τόν ναό,τζια’τόν οικοδομήση .

Ο δέ Πιλάτος λέει τους, δέν τού’βρηκα αιτία

ούτε κανένα φταίσιμο,ούτε τζιαί αμαρτία .

Τζιαί ο Πιλάτος ο φτωχός,κάμνει δικαίαν κρίσι

τό πώς δέν έσιει φταίσιμον,νά τόν εξαπολύση .

Τότε όλοι εφώναζαν,άν δέν τόν ισταυρώσης

ότ’ έρτη πού τόν καίσσαρα, νά μέν τό μετανώσης

Ο δέ Πιλάτος φοβηθείς,στάθην τζιαί συλλογίστην

επρόσταξεν τζιαί φέραν του,ευτύς νερό τζιαί πλύνθη .


 Έδωσεν τήν απόφασιν, γιά νά τόν ισταυρώσουν

επάνω εις τόν Γολγοθά, γιά νά τόν θανατώσουν .

Μαντάτον ήρτεν φοβερόν, στήν Δέσποινα Μαρία

πώς μαρτυρούν τόν γιούλλη της ,δίχως καμιάν αιτία

Εφτά φορές λλιώννετε, τζι’ήτουν νά ξεψυσιήση

τζιαί έναν πό τούς δώδεκα, δέν ήβρεν νά ρωτήση

Επήραντον στόν Γολγοθάν,εκεί τζιαί σταύρωσάντον

εδιωρίσαν φύλακες,εκεί τζιαί έγλεπάντον .

Πέντε καρφιά πυρούμενα, μεγάλα σιδερένια

στά σιέρκα τζιαί στά πόδκια του, μέ άξαμον κομμένα

Βάλλουν τά δκυό στά σιέρκα του,τζιαί τ’άλλα δκυό στά πόδκια

τό πέμπτον τό φαρματζιερόν, μπήουν το στήν καρκιά του

εκρούσαν τζιαί καήκασι ,μέσα τά σσωθικά του .

Βάλλει φωνή,ζητά νερό,διψά, νά τόν ποτίσουν

Οι σκύλλοι οι παράνομοι, ένθεν νά καϋλήσουν .

Εβάλαν ξύδι τζιαί χολήν,μέ σπόγγο στό καλάμι

Τζιαί δώσαν τουτα νά τά πιεί, τήν δίψα νά ’ποκάμη

Όταν τού τά ποτίσασι, τούτον τόν λόγον είπε

Θεέ-θεέ εφώναξε,έγειρε τζιαί λλιώθη

Τζιαί μετά ταύτα παρευθείς, τό πνεύμα παρεδόθη .

Τότε η Παναγία μου,εστέκετουν καμένη

θλιμμένη –μαύρη-σκοτεινή, ωσάν τήν πεθαμμένη

Στήν δεξιάν της τήν μερκάν,θωρεί τόν Ιωάννη λαλείτου πού

........