Κάλαντα Χριστουγέννων
Τα Κάλαντα, αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ΄ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (ή Λαζάρου). Εξαίρεση έχουμε στα της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά. Πολλές φορές τα τραγούδια αυτά συνοδεύονται από παραδοσιακά μουσικά όργανα που είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά. Οι τραγουδιστές - οργανοπαίκτες των καλάντων ονομάζονται "καλαντιστές".
Τα κάλαντα προήλθαν από τις Βυζαντινές Καλένδες και ανάγονται, κατά τύπο και όχι βεβαίως κατά περιεχόμενο, από το γνωστό έθιμο των Αρχαίων Ελλήνων της Ειρεστώνης.
Καλένδες ή Καλάνδες (καθ. Καλένδαι ή Καλάνδαι, λατ. calendae, Kalendae. Με αυτό τον όρο ονομάζονταν, οι πρώτες ημέρες των Ρωμαϊκών μηνών, δηλαδή η αντίστοιχη των παρά των Ελλήνων "νουμηνία" (σημερινή πρωτομηνιά). Επίσης γνωστή είναι και η αρχαία παροιμία "ες τας ελληνικάς καλένδας εξοφλείν" (ad Graecas calendas solvere) που λέγονταν επί χρεών διαρκώς μη εξοφλημένων, επειδή στους Ελληνικούς μήνες δεν περιλαμβάνονταν καλένδες. Αργότερα και η παροιμία "παραπέμπειν εις Ελληνικάς καλένδας" αφορούσε το κάθε αναβαλλόμενο ζήτημα ή υπόσχεση. Kατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο κάθε Ρωμαίος τραπεζίτης ή άλλος πολίτης που δάνειζε χρήματα, υποχρεώνονταν να τηρεί ειδικό πιστωτικό βιβλίο το Καλενδάριον υπό μορφή πίνακα, όπου περιλάμβανε το ποσόν του δανείου, τη λήψη των τόκων ως και άλλες προθεσμίες εξόφλησης. Το Καλενδάριον τηρούσε ο γιος του οικοδεσπότη. Προκειμένου δε περί Δήμου που δάνειζε σε πολίτες, υπήρχε ειδικός υπάλληλος καλούμενος "επιμελητής του Καλενδαρίου" (curator calendarii) ή "λογιστής (logista) και ενίοτε έφερε τον τίτλο του "ζητητή" (quaestor).
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Καλένδες ονομάζονταν οι κατά την 1η Ιανουαρίου γιορτές και πανηγύρεις που γίνονταν από τους "Εθνικούς" πολλές από τις οποίες διατηρήθηκαν και από τους Χριστιανούς.
Όμως το 662 μ.Χ. η συγκροτηθείσα στη Κωνσταντινούπολη Στ' Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τις γιορτές και ευωχίες αυτές με το 62-ο Κανόνα της όπου ορίζεται: "Τας ούτω καλουμένας Καλάνδας και τα λεγόμενα Βοτά και τα καλούμενα Βρουμάλια και την εν πρώτη του Μαρτίου επιτελουμένην πανήγυριν, καθάπαξ εκ της των πιστών πολιτείας περιαιρεθήναι βουλόμεθα".
Ερμηνείες αυτού του Κανόνα έγραψαν οι Ζωναράς και Βαλσαμών. Ο Ιωάννης Τζέτζης διασώζει:
"Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων
....................................
ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.
Προ του κινδύνου να διακοπεί το έθιμο που πιθανώς να τάραζε την επιβληθείσα κατάνυξη σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, οι "πιστοί" εισήγαγαν δημοτικά ευχητικά τραγούδια επί των ταυτόσημων χρονικά θρησκευτικών εορτών και έτσι το έθιμο συνεχίζει και σήμερα με την από τότε νέα ονομασία "Κάλαντα".
Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά μέχρι ορισμένου ορίου ηλικίας (14-15 ετών) αλλά και από ώριμους άνδρες, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες που περιέρχονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους κ.λ.π. με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων (λαούτου, νταουλιού, τσαμπούνας, φλογέρας, φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου κλπ).
Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές - τα "Χρόνια Πολλά" - το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα). Σχετική με αυτό είναι και η παρασκευή "κουλούρας" ονομαζόμενη "κολλίκι" (Βέροια) ή "κουλιαντίνα" (Σιάτιστα) και εξ αυτών οι φέροντες αυτά ονομάζονται "Κουλουράδες" ή "Φωτάδες".
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη Χριστιανική γιορτή που έρχεται και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, κι είναι η καθαρεύουσα, καταδηλούντα έτσι την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου, που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε Εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή). Στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά των οποίων έχουν και μεταγλωττιστεί στην Ελληνική που δυστυχώς τείνουν να υπερκαλύψουν τα παραδοσιακά.
Η ημέρα που ψάλλονται τα κάλαντα, επίσης ποικίλει, με εξαίρεση τη νήσο Μήλο που ψέλνονταν μόνο τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συντασσόμενα κάθε φορά νέα κάλαντα, με τα οποία όμως ζητούσαν οικονομική συνδρομή για κάποιο κοινωνικό σκοπό (πχ ανέγερση ή επιδιόρθωση ναού) δίδοντας και συμβουλές προς τους άρχοντες η παρατηρήσεις με σκωπτικό χαρακτήρα. Τέτοιες είναι και οι σχετικές "μαντινάδες" της Κρήτης ή "κοτσάκια" της Νάξου με σκωπτικό επίσης χαρακτήρα που ψάλλονται ως "κάλαντα".
Πολλές φορές όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή αυτό ήταν ευτελές, τότε τα παιδιά συνέχιζαν με πολύ δυνατή φωνή έξω από την οικία δίστιχα σκωπτικά, επαναλαμβανόμενα:
«Αφέντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!».