Στειλιάρι

Το στειλιάρι

Στειλιάρι, λέγεται το στέρεο εκείνο ξύλο που έχει σχήμα κυλινδρικό, μήκους περίπου 2 μέτρων και διαμέτρου περίπου 5 - 6 εκατοστών, που μοιάζει με ρόπαλο και προσαρμόζεται κατάλληλα στο σκαλιστήρι, στο τσαπί, στον κασμά, στο δικέλι και γενικά στα καλλιεργητικά εργαλεία, έτσι ώστε να γίνει ένα μ΄ αυτά πανίσχυρο καλλιεργητικό εργαλείο.
Η συλλογή των στειλιαριών, γίνονταν απ΄ το γεωργό, την κατάλληλη εποχή κι΄ όταν αυτός είχε αδειά, όταν δηλαδή δεν είχε δουλειά και ευκαιρούσε. Τότε πήγαινε στο λόγγο, εύρισκε το κατάλληλο δένδρο, επέλεγε το προσφορότερο για την περίπτωση κλαδί, το έκοβε και τό έφερνε στο σπίτι.
Πολλές φορές τη δουλειά αυτή την έκαναν κι οι βοσκοί. Έβγαζαν το κοπάδι για βοσκή κι όσο αυτό έβοσκε, αυτοί διάλεγαν τα κλαδιά των δένδρων που τους εξυπηρετούσαν, τα έκοβαν, τα ψιλο-πελέκαγαν και το βράδυ τα έφερναν στο σπίτι.
Σαν έφερναν τα στειλιάρια στο σπίτι, τα κρέμαγαν για να μή στραβώσουν, ενώ πολλές φορές τα έβαζαν κοντά στο τζάκι, για να πέσει πάνω τους ή πύρα της φωτιάς όπως έλεγαν, η πυρά δηλαδή, για να τα ξεράνει. Αυτά ήταν τα στειλιάρια, που ανάλογα αν προορίζονταν για τα τσαπιά, λέγονταν τσαποστείλιαρα, αν προορίζονταν για τα τσεκούρια, ήταν κοντύτερα και λέγονταν τσεκουροστείλιαρα κ.ο.κ.ε.
Το χειμώνα, που οι γεωργικές εργασίες ήταν μειωμένες, ο γεωργός είχε αδειά, ευκαιρούσε. Τότε έβρισκε καιρό να σιναρίζει (ισιάζει) το αλέτρι του, τα τσαπιά του, τους κασμάδες του κ.τ.λ.π. Ήλεγχε τα εργαλεία του ένα προς ένα. Άλλου του είχε σπάσει το στειλιάρι κι ήθελε αντικατάσταση, άλλο στειλιάρι είχε σωθεί κ.ο.κ.ε. Όλες αυτές οι δουλειές, όσο κι αν φαίνονταν κι ήταν απλές, λέγονταν δε και κουτσοδουλειές, ήταν όμως απαραίτητες κι έπρεπε να γίνουν όταν υπήρχε αδειά, πρίν μυρίσει η Άνοιξη όπως έλεγαν, γιατί τότε τον γεωργό δεν τον χώραγε το σπίτι του.
Τα κομμένα και ξεραμένα όπως προαναφέραμε στειλιάρια, δεν ήταν ακόμα έτοιμα για χρήση. Έπρεπε να τα λεπτύνει ο γεωργός, να τα κάνει να εφαρμόζουν επακριβώς στην οπή του σιδερένιου εργαλείου. Αρχικά χρησιμοποιούσε το σκεπάρνι, ή και την πλάνη και λέπτυνε έτσι αρκετά το ξύλο. Όμως το σκεπάρνι, άφινε δοντιές στο ξύλο κι οι δοντιές έπρεπε να αφαιρεθούν γιατί έτρωγαν το χέρι. Χρησιμοποιούσε τότε το ξυλοφάϊ, ειδικό εργαλείο που σμίλευε το στειλιάρι λειαίνωντάς το σημαντικά. Αργότερα τη λείανση την κατάφερνε ο γεωργός με τη χρήση κοματιού από τζάμι αλλά και με τη χρήση του γυαλόχαρτου. Έτσι, σμιλεύοντας το στειλιάρι, μετά από αρκετή παιδεμάρα όπως έλεγαν (πολύ προσπάθεια, παίδεμα), κατάφερνε και προσάρμοζε το στειλιάρι στο σιδερένιο εργαλείο.
Όλη αυτή η διαδικασία προσαρμογής και εφαρμογής του στειλιαριού στο σιδερένιο εργαλείο, λεγόταν στείλιωμα.