Νάκα - Νιάκα - Νάκη

Η νάκα ή και νιάκα.

Η λέξη προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη νάκη = προβειά.

Ήταν ειδική φορητή κούνια βρέφους, φκειαγμένη από υφαντό ή δέρμα, που στα άκρα του προσαρμοζόταν σε δύο ράβδους. Η νάκα, δενόταν στην πλάτη της μάνας, ή κρεμιόταν στον ώμο της με λουριά ή σχοινί. Τη νάκα με το μωρό μέσα, την κρέμαγαν στην πλάτη, κι έκαναν έτσι εύκολη τη μετακίνηση των μωρών.

Στο χωράφι σαν έφταναν, την κρεμάγανε από τα κλαριά των δέντρων για να μη φάει τα παιδάκια κανένα φίδι η σκορπιός. Με το αεράκι η νάκα κουνιώτανε και διπλωμένα με ένα πλεχτό κουβερτάκι τα μωρά, νανουριζότανε από μόνα τους. Αργότερα άρχισαν οι καλαθάδες να φτιάχνουν νάκες με ψάθα και καλάμια.

Tα παλιά τα χρόνια, που οι γυναίκες συμμετείχαν στις αγροτικές δουλειές, μόλις το μωρό σαράντιζε το έπαιρναν στη νάκα και έβγαιναν στα χωράφια. Φτάνοντας εκεί, κρεμούσαν τη νάκα στον ίσκιο κάποιου δέντρου και το μωρό κοιμόταν ενώ η μητέρα δούλευε. Τόσο σημαντική ήταν η νάκα, που στη Μάνη η μητέρα αποχαιρετούσε τη νιόπαντρη κόρη της με τη φράση: «Τη νιάκα σου, τη ρόκα σου και όξω από την πόρτα μου».

Ο Ν. Πολίτης διηγείται στις Παραδόσεις μια ιστορία από την Τριφυλλία, όπου μια γυναίκα είχε πάει στο ποτάμι και κρέμασε από έναν πλάτανο τη νάκα με το παιδί της «που ήτανε σαν τα κρύα νερά. Αλλά οι νεράϊδες της το κλέψανε, και της έβαλαν στη νάκα ένα άλλο κατσιμουδιασμένο, γογάρικο, κατσομαλλιασμένο, που όλο ενιαούριζε».