Λουλάκιασμα.
Ήταν η διαδικασία κατά την οποία οι γυναίκες στο ξέβγαλμα, βουτούσαν τα ρούχα ή τα υφάσματα, ιδίως τα ασπρόρουχα, σε διάλυμα λουλακιού, για ν΄ αποκτήσουν ελαφρά κυανή χροιά, φωτεινότητα.
Το λουλάκι, ήταν ουσία με βαθύ γαλάζιο χρώμα, που τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στο πλύσιμο των ρούχων για να δίνει στα λευκά υφάσματα λάμψη.
.jpg)
Το λουλάκι είναι αρχαία χρωστική και προέρχεται από τις Ινδίες (από εκεί και η ονομασία indigo) που συναντάται τόσο στην αρχαία Αίγυπτο όσο και στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη.
Προέρχεται από τα φυτά του γένους Ινδικοφόρα (Indigofera tinctorum) και αρχικά χρησιμοποιούνταν ως βαφή για υφάσματα.Το χρωμοφόρο συστατικό (ινδικοτίνη, C16H10 N2O2) βρίσκεται στα φύλλα των φυτών αυτών και είναι παράγωγο της ινδόλης. Τα φυτά εμβαπτίζονται σε νερό όπου παραμένουν και υπόκεινται σε διαδικασίες ζύμωσης και κατόπιν πιέζονται σε κύβους ή κονιοποιούνται ανάλογα με τη μελλοντική χρήση τους. Το πρόβλημα της χρωστικής αυτής, είναι ότι όταν εκτίθεται στον ήλιο ξεβάφει..jpg)
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η καλύτερη ποικιλία λουλακιού ήταν γνωστή ως λουλάκι της Βαγδάτης (Thompson 1998). Από το 1870 παράγεται συνθετικά και ονομάζεται πια μπλε της ανιλίνης.



